φρενιτιώδης

φρενιτιώδης
-ες, Ν
φρενήρης («φρενιτιώδεις εκδηλώσεις»).
επίρρ...
φρενιτιωδώς Ν
με φρενιτιώδη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρενίτιδα + κατάλ. -ιώδης (πρβλ. ιλιγγ-ιώδης). Η λ., στον λόγιο τ. τού επιρρ. φρενιτιωδῶς, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπόβακχος — ον, Α αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια τού Βάκχου, ενθουσιώδης, φρενιτιώδης, ξέφρενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Βάκχος] …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”